Έχουμε ήδη πει ότι η απάντηση στο βασικό πρόβλημα του πώς επιδρά το
αιώνιο στον αισθητό κόσμο και αντίστροφα, και πώς αντιλαμβάνεται η ανθρώπινη
λογική την έννοια του αιωνίου, είναι κάτι που έπρεπε να εξηγηθεί στον Φιλόσοφο.
Εδώ αναφέρεται ότι το «ον» (το οποίο εξακολουθεί να ταυτίζεται με το απλώς
υπάρχον), ήδη με το να αναγνωρίζεται, τίθεται σε ένα είδος κίνησης. Επίσης ένα
είδος αυτόνομης κίνησης κάνει αυτό το «ον» να θεωρείται ζωντανό και έμψυχο με
το που προσανατολίζεται προς αυτό η σκέψη. Παράλληλα θεωρείται αυτονόητο ότι
στο αιώνια αμετάβλητο βασιλεύει ακινησία. Με αυτό τον τρόπο όμως για το «ον»
εκφράζονται δύο αντίθετα κατηγορήματα. Πώς είναι δυνατόν ; To «ον»
παρουσιάζεται τόσο αινιγματικό όσο και το αντίθετο του, το «μη ον». Εδώ
εκτίθεται η καινούργια λογική του στην οποία ο ίδιος της ο εμπνευστής προσπαθεί να μας καταστήσει
καταληπτή, γιατί είναι πεπεισμένος, σε αντίθεση με τα μπερδεμένα αποτελέσματα
των αντιλογικών, ότι βρήκε τον δρόμο. Αυτά που με πολύ κόπο αποκόμισε είναι για
εμάς πια σχεδόν αυτονόητα και οι περισσότεροι δεν έχουν σκεφτεί ότι το
οφείλουμε στο ότι ο Αριστοτέλης στη σχολή του Πλάτωνα και μάλιστα κυρίως μέσα
από τον Σοφιστή, κατέληξε στη διατύπωση μιας θεωρίας της λογικής. Η σημαντικότερη ανακάλυψη είναι ότι η γλώσσα
με το «είναι» εκφράζει τόσο τον ορισμό της ουσίας όσο και τη λογική, ρηματική σύνδεση με το υποκείμενο ή το
αντικείμενο. Αν δεν είχε συμβεί αυτό στα ελληνικά, όπως δεν συμβαίνει στα
ρωσικά από όπου δεν προκύπτει αυτή η σύνδεση, οι φιλόσοφοι θα είχαν γλιτώσει
από τον κόπο να διαπληκτίζονται γύρω από την έννοια της διαλεκτικής. Έτσι
λοιπόν όταν κάνουμε λόγο για ένα υποκείμενο και λέμε ότι αυτό «είναι» τούτο ή
εκείνο ή ότι απλώς «είναι», δεν υπάρχει αντίφαση. Στη συνέχεια, το «δεν είναι»
αυτό ή εκείνο δεν εκφράζει την ανυπαρξία του ίδιου του «είναι». Έτσι λοιπόν θα
λεχθεί ποιοι ορισμοί θα μπορούσαν να σχετίζονται μεταξύ τους και ποιοι όχι. Η
«συνοχή των ορισμών» (των Ιδεών) όπως την αποκαλούσε ο Πλάτων, θα παρουσιαστεί
μέσα από την παράθεση δύο νέων ιδεών (θα μπορούσαμε ίσως να πούμε και ορισμών),
του ταυτού και του θατέρου, τα οποία μέσα στη φιλοσοφία του διαδραματίζουν
ρόλο. Είναι πολύ σωστή η σύνδεση με τη γραμματική, η οποία μας μαθαίνει ποια
γράμματα (στοιχεία) συνδυάζονται μεταξύ τους και ποια όχι. Έτσι γίνεται
ευκολότερα κατανοητό ότι μία ιδέα μπορεί ή δεν μπορεί να συνδυάζεται με μία
άλλη. Στην πορεία προκύπτουν και άλλες σημαντικές λογικές προτάσεις όπως η
διαφορά μεταξύ ταυτότητας και ετερότητας, απόλυτου και σχετικού και ούτω
καθεξής. Η αλήθεια όμως είναι ότι όλα αυτά απέχουν αρκετά από το πλαίσιο μιας
συγκεκριμένης συστηματοποίησης. Το συμπέρασμα ότι το «μη ον» το «μη είναι»,
μπορεί να έχει την ίδια θετική και αρνητική σχέση με το «ον» το «είναι» (κάπως
σαν συν και πλην) ίσως και να μας φαίνεται ότι θα μπορούσε να οδηγήσει σε
εσφαλμένα παραπέρα συμπεράσματα. Αλλά έτσι όπως παρουσίασε ο Πλάτων την
απόδειξη, θα έπρεπε πρώτα να καταστεί κατανοητό πως οι όροι «άποψη» και «γνώμη»
μπορούν να συνδεθούν με το μη ον, το μη υπάρχον. Ο Αριστοτέλης άσκησε σχετικά
μία πολύ πετυχημένη κριτική. Η ατέλεια της λογικής απόδειξης δεν έχει όμως
καμία επίδραση στην ουσία της γνώσης.
WILAMOWITS / ΠΛΑΤΩΝ
Εκδ. Κάκτος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου