Η έννοια του σημείου (σημαίνον/σημαινόμενο) ενέχει την αναγκαιότητα αφενός μιας προνομιακής μεταχείρισης της φωνητικής υπόστασης και αφετέρου της ανύψωσης της γλωσσολογίας σε οδηγό της σημειολογίας. Πράγματι η φωνή [phone] είναι η σημαίνουσα υπόσταση που προσφέρεται στη συνείδηση ως η πλέον ενδόμυχα συνδεδεμένη υπόσταση με τη σκέψη της σημαινόμενης έννοιας. Σύμφωνα με αυτή την οπτική γωνία η φωνή [voix] είναι η ίδια η συνείδηση. Όταν μιλώ, όχι μόνο αναγνωρίζω ότι είμαι παρών σε αυτό που σκέφτομαι αλλά ότι φιλάω επίσης όσο πλησιέστερα γίνεται στη σκέψη μου ή στην «έννοια» ένα σημαίνον που δεν πέφτει στον κόσμο, ένα σημαίνον που το ακούω τη στιγμή ακριβώς που το εκπέμπω, που μοιάζει να εξαρτάται από την καθαρή και ελεύθερη αυθορμησία μου και δεν απαιτεί τη χρήση κανενός εργαλείου, κανένος εξαρτήματος και καμιάς εμπλεκόμενης στον κόσμο δύναμης. Όχι μόνο το σημαίνον και το σημαινόμενο μοιάζουν να ενώνονται, αλλά το σημαίνον μοιάζει - μέσω αυτής της σύγχυσης - να σβήνεται ή να καθίσταται διαφανές, επιτρέποντας στην ίδια την έννοια να παρουσιαστεί ως αυτό που είναι, δίχως να παραπέμπει σε τίποτε άλλο πέραν της παρουσίας της. Η εξωτερικότητα του σημαίνοντος μοιάζει τότε να περιστέλλεται. Ασφαλώς, αυτή η εμπειρία αποτελεί αυταπάτη, αλλά μια αυταπάτη σε σχέση με την αναγκαιότητα της οποίας έχει οργανωθεί μια ολόκληρη δομή ή μια ολόκληρη εποχή. Στο έδαφος αυτής της εποχής συγκροτήθηκε μια σημειολογία, με βάση έννοιες και θεμελιώδεις προϋποθέσεις που μπορούν να εντοπιστούν με ακρίβεια από τον Πλάτωνα μέχρι τον Χούσσερλ, περνώντας από τον Αριστοτέλη, τον Ρουσσώ, τον Χέγκελ κ.λπ.. Η περιστολή της εξωτερικότητας του σημαίνοντος έχει ως συνέπεια να αποκλείεται από τη σημειοτική πρακτική κάθε στοιχείο που δεν έχει ψυχικό χαρακτήρα. Από την άλλη, μόνο το προνόμιο που εκχωρείται στο φωνητικό και γλωσσικό σημείο μπορεί να δικαιολογήσει την πρόταση του Σωσσύρ, σύμφωνα με την οποία το «γλωσσικό σημείο συνιστά επομένως μια ψυχική οντότητα με δύο όψεις». Αν υποθέσουμε ότι αυτή η πρόταση έχει καθαυτή ένα ακριβές νόημα, δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε ένα τρόπο για να την εφαρμόσουμε σε κάθε σημείο, είτε είναι φωνητικογλωσσικό, είτε όχι. Θα δυσκολευτούμε να δούμε με ποιον τρόπο θα μπορούσε να ενταχθεί η γενική σημειολογία σε μία ψυχολογία, εκτός αν χρησιμοποιήσουμε το φωνητικό σημείο ως «οδηγό» όλων των σημείων.
Πράγματι, η αλφαβητική γραφή μοιάζει να αναπαριστά την ομιλία, και
ταυτοχρόνως να διαγράφεται από την παρουσία της. Στην πραγματικότητα, θα
μπορούσαμε να δείξουμε, όπως έχω επιχειρήσει να κάνω, ότι δεν υπάρχει καθαρά
φωνητική γραφή και ότι ο φωνολογισμός είναι λιγότερο επακόλουθο της πρακτικής
του αλφαβήτου σε έναν πολιτισμό, και περισσότερο επακόλουθο μιας αναπαράστασης,
μιας ηθικής ή αξιολογικής εμπειρίας αυτής της πρακτικής. Η γραφή θα έπρεπε τότε
να διαγράφεται μπροστά στην πληρότητα της ζωντανής ομιλίας, η οποία θα μπορούσε
να αναπαρασταθεί με ακριβή τρόπο στη διαφάνεια της συμβολιστικής της, και θα
ήταν άμεσα παρούσα στο υποκείμενο που την εκφέρει και σε αυτόν που εισπράττει
το νόημα, το περιεχόμενο και την αξία της. Αν όμως πάψουμε να περιοριζόμαστε στο
μοντέλο της φωνητικής γραφής, το οποίο προτάσσουμε αποκλειστικά για εθνοκεντρικούς
λόγους, και εάν επίσης αντλήσουμε όλα τα συμπεράσματα από το γεγονός ότι δεν
υπάρχει καθαρά φωνητική γραφή (εξαιτίας της αναγκαστικής διαχώρησης των σημείων,
της στίξης, των διάκενων, των διαφορών που είναι απαραίτητες για τη λειτουργία
των γραφημάτων κ.λπ.) τότε η φωνολογική ή λογοκεντρική λογική θα καταστεί απ’ άκρου
εις άκρον προβληματική. Το πεδίο της εγκυρότητας της θα περιοριστεί και θα
αποκτήσει επιφανειακό χαρακτήρα. Η συγκεκριμένη οριοθέτηση είναι εντούτοις
αναγκαία, αν θέλουμε να συνυπολογίσουμε με συνεκτικό τρόπο την αρχή της
διαφοράς, με την έννοια που την χρησιμοποιεί ο Σωσσύρ. Αυτή η αρχή μας διδάσκει
όχι μόνο ότι δεν πρέπει να αντιμετωπίζουμε με προνομιακό τρόπο καμμία υπόσταση (εν
προκειμένω, τη φωνητική υπόσταση, τη λεγόμενη χρονική υπόσταση) αποκλείοντας μιαν
άλλη (επί παραδείγματι, τη γραφική υπόσταση, τη λεγόμενη χωρική υπόσταση), αλλά
ότι πρέπει να θεωρούμε κάθε σημασιακή διαδικασία ως ένα μορφικό παιχνίδι
διαφορών. Δηλαδή ιχνών. Γιατί ιχνών; Kαι για ποιο λόγο θα έπρεπε να επαναφέρουμε το γραμματικό στοιχείο, τη
στιγμή ακριβώς που έχουμε εξουδετερώσει φαινομενικά κάθε υπόσταση, φωνητική, γραφική
ή άλλη; Προφανώς, δεν σκοπεύουμε να ανατρέξουμε στην ίδια έννοια γραφής, για να
αντιστρέψουμε με απλοϊκό τρόπο την ασυμμετρία που έχουμε θέσει προηγουμένως σε αμφισβήτηση.
Μας ενδιαφέρει να σχηματίσουμε μία νέα έννοια για τη γραφή. Μπορούμε να την αποκαλέσουμε
ιχνόγραμμα ή διαφωρά. Πράγματι, το παιχνίδι των διαφορών προϋποθέτει συνθέσεις
και παραπομπές που εμποδίζουν, κάθε στιγμή και με οποιαδήποτε έννοια, ένα απλό
στοιχείο να είναι καθαυτό παρόν και να μην παραπέμπει παρά στον εαυτό του. Είτε
πρόκειται για την τάξη του ομιλούμενου λόγου [discours] είτε για την τάξη του γραπτού λόγου [discours], κανένα στοιχείο δεν μπορεί να λειτουργήσει ως
σημείο δίχως να παραπέμπει σε ένα άλλο στοιχείο το οποίο δεν είναι απλώς παρόν.
H αλυσιδωτή σύνδεση που
υπάρχει έχει ως επακόλουθο κάθε «στοιχείο» (φώνημα ή γράφημα) να συγκροτείται
από το ίχνος που αφήνουν πάνω του τα άλλα στοιχεία της αλυσίδας ή του
συστήματος. Αυτή η αλυσιδωτή σύνδεση, αυτός ο ιστός, είναι το κείμενο που
παράγεται αποκλειστικά και μόνο με τον μετασχηματισμό ενός άλλου κειμένου. Τίποτα,
είτε μεταξύ των στοιχείων είτε εντός του συστήματος, δεν είναι - σε οποιοδήποτε
σημείο ή σε οποιοδήποτε στιγμή - απλώς παρόν ή απών. Δεν υπάρχουν, από τη μια
άκρη μέχρι την άλλη, παρά διαφορές και ίχνη ιχνών. Εν ολίγοις, το ιχνόγραμμμα
είναι η πλέον γενική έννοια της σημειολογίας - που με αυτόν τον τρόπο καθίστατε
γραμματολογία - και προσιδιάζει όχι μόνο στην έννοια της γραφής, με την στενή
και παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά και στο πεδίο της γλωσσολογίας.
Η υποκειμενικότητα (όπως και η αντικειμενικότητα) είναι αποτέλεσμα της
διαφωράς, ένα αποτέλεσμα που εγγράφεται σε ένα σύστημα διαφωράς. Με αυτή την
έννοια, το ω της διαφωράς [το a της différence] υπενθυμίζει επίσης ότι η διαχώρηση είναι και ετεροχρονισμός,
εκτροπή, καθυστέρηση μέσω της οποίας η εποπτεία, η αντίληψη, η επίτευξη, με μία
λέξη η σχέση με το παρόν, η αναφορά σε μία παρούσα πραγματικότητα, σε ένα ον,
τελούν πάντοτε υπό αναβολή. Υπό αναβολή διότι η ίδια η καταστατική αρχή της
διαφοράς [différence] έχει ως επακόλουθο
κανένα στοιχείο να μη λειτουργεί και να μην σημαίνει τίποτα, να μην προσλαμβάνει
ή να μην παρέχει «νόημα», παρά μόνο αν παραπέμπει σε ένα άλλο παρελθοντικό η επερχόμενο
στοιχείο, στα πλαίσια μιας οικονομίας του ίχνους. Αυτή η οικονομική πλευρά της
διαφωράς, μέσω της οποίας παρεμβαίνει μία (μη συνειδητή) υπολογιστική διάσταση,
σε ένα πεδίο δυνάμεων συνδέεται άρρηκτα με την αυστηρά σημειωτική της πλευρά.
Επιβεβαιώνεται ότι το υποκείμενο, και εν πρώτοις
το συνειδητό και ομιλούν υποκείμενο, εξαρτάται από το σύστημα που ορίζουν οι
διαφορές και η κίνηση της διαφωράς, ότι δεν είναι παρών ούτε κυρίως παρών στον
εαυτό του πριν τη διαφωρά, ότι συγκροτείται σ’ αυτά τα πλαίσια μόνο καθώς
διαιρείται, απομακρύνεται, «ετεροχρονίζει»
και αναβάλλεται. Η έννοια της διαφωράς, όταν και όπου παρεμβαίνει μαζί με την
αντίστοιχη αλυσίδα εννοιών, καθιστά ακατάλληλες όλες τις εννοιολογικές
αντιθέσεις της μεταφυσικής (σημαίνον/σημαινόμενο, αισθητό/νοητό, γραφή/ομιλία,
ομιλία/γλώσσα, διαχρονία/συγχρονία, χώρος/χρόνος, παθητικότητα/ενεργητικότητά
κ.λπ.) στο βαθμό που ενέχουν ως ύστατη αναφορά την παρουσία ενός παρόντος (για
παράδειγμα, υπό τη μορφή της ταυτότητάς του υποκειμένου, που θα ήταν παρόν σε
όλες τις ενέργειες του, παρόν σε όλα τα συμβεβηκότα ή τα συμβάντα του, παρόν
στον εαυτό του στα πλαίσια της «ζωντανής ομιλίας» του, στα εκφωνήματα ή τις
εκφωνίσεις του, στα παροντικά αντικείμενα ή ενεργήματα της γλώσσας του κ.λπ.).
Όλες αυτές οι αντιθέσεις θα καταλήξουν, κάποια στιγμή, να υποτάξουν την κίνηση
της διαφωράς στην παρουσία μιας αξίας ή ενός νοήματος, το οποίο θα ήταν
προτερόχρονο της διαφωράς, περισσότερο καταγωγικό από αυτήν, με αποτέλεσμα - σε
τελική ανάλυση - να την υπερβαίνει και
να την κατευθύνει. Συναντούμε κι εδώ την παρουσία αυτού που προ ολίγου αποκάλεσαμε
«υπερβατολογικό σημαινόμενο».
Η αναπαράσταση που εμφανίζει τη «γλώσσα» ως «έκφραση» δεν είναι μια τυχαία
προκατάληψη: είναι ένα είδος δομικής αυταπάτης (μια υπερβατολογική ψευδαίσθηση,
όπως θα έλεγε ο Καντ), η οποία τροποποιείται ανάλογα με τις «γλώσσες», τις
εποχές, τους πολιτισμούς. Αναμφίβολα, η δυτική μεταφυσική συνιστά μια δραστική
συστηματοποίηση αυτής της δομικής αυταπάτης, αλλά πιστεύω ότι θα προχωρούσαμε
πολύ, και απερίσκεπτα, αν θεωρούσαμε ότι κατέχει την αποκλειστικότητα ως προς
αυτό. Αφετέρου, και αντιστρόφως, θα έλεγα ότι αν ο «εκφραστικισμός» δεν
ξεπερνιέται απλώς και διαπαντός, η εκφραστικότητα έχει στην πραγματικότητα
πάντοτε ήδη ξεπεραστεί, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το γνωρίζουμε είτε όχι.
Στο βαθμό αυτό που αποκαλούμε «νόημα» (προς «έκφραση») συγκροτείται ήδη, απ’
άκρου εις άκρον, από ένα ιστό διαφορών, στο βαθμό που υπάρχει ήδη ένα κείμενο, ένα
δίκτυο κειμενικών παραπομπών σε άλλα κείμενα, ένας κεμενικός μετασχηματισμός
στο πλαίσιο του οποίου κάθε δήθεν «απλός όρος» σφραγίζεται από το ίχνος ενός
άλλου όρου, η υποτιθέμενη εσωτερικότητα του νοήματος διαπερνάται ήδη από το
δικό της έξω. Στρέφεται πάντοτε ήδη έξω από τον εαυτό της. Είναι η διαφωρετική [différante] (από τον εαυτό της), πριν από κάθε
εκφραστικό ενέργημα. Και μόνο υπό αυτόν τον όρο είναι σε θέση να συγκροτήσει
ένα σύνταγμα ή ένα κείμενο. Μόνο υπό αυτόν τον όρο μπορεί να είναι «σημαίνουσα».
Από μία τέτοια οπτική γωνία δεν θα έπρεπε ίσως να αναρωτιόμαστε σε ποιο βαθμό
θα μπορούσε να είναι σημαίνουσα η μη εκφραστικότητα. Μόνο η μη εκφραστικότητα
μπορεί να είναι σημαίνουσα, διότι, αυστηρά μιλώντας, δεν υπάρχει σημασία παρά
μόνο αν υπάρχει σύνθεση, σύνταγμα, διαφωρά και κείμενο. Αλλά η έννοια του
κειμένου, νοούμενη μαζί με όλες τις συνεπαγωγές της, είναι ασύμβατη με την
μονοσήμαντη έννοια της έκφραση. Ασφαλώς, όταν λέμε ότι μόνον το κείμενο είναι
σημαίνον, έχουμε ήδη μετασχηματίσει την αξία της σημαινότητας και του σημείου.
Διότι, αν κανείς αναφερθεί στο σημείο με βάση τα πλαίσια που ορίζει ο πλέον
άκαμπτος κλασικός κλοιός, θα πρέπει να πει το αντίθετο : η σημασία είναι
έκφραση, το κείμενο (που δεν εκφράζει τίποτα) είναι μη σημαίνον κ.λπ. Η
γραμματολογία, ως επιστήμη της κειμενικότητας, δεν θα μπορούσε επομένως να
είναι μια μη εκφραστική σημειολογία παρά μόνο εφόσον έχει μετασχηματίσει την
έννοια του σημείου, και την έχει αποσπάσει από τον σύμφυτο σ’ αυτήν
«εκφραστικισμό».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου