Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΣΗΜΑΝΤΟΤΗΤΑΣ - ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΔΗΣ
Δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνία που να μην είναι κάτι για τον εαυτό της, που
να μην παριστά τον εαυτό της ως κάτι - πράγμα που αποτελεί συνέπεια, τμήμα και
διάσταση του ότι η κοινωνία πρέπει να αυτοτεθεί ως «κάτι». Αυτό το «κάτι» δεν
είναι ούτε ένα απλό συνηθισμένο «κατηγόρημα», ούτε μία «αφομοίωση» σ’ ένα
οποιοδήποτε αντικείμενο, φυσικό ή άλλο. Η κοινωνία θέτει τον εαυτό της
θεωρώντας πως είναι κάτι, ένας ξεχωριστός και ανεπανάληπτος εαυτός κατονομασμένος
(εντοπίσιμος) αλλά κατά τα άλλα «απροσδιόριστος» (με τη φυσική ή τη λογική
έννοια του όρου), πράγματι τίθεται ως υπερφυσική ουσία, η οποία όμως είναι
αρκετά εντοπίσιμη, λεπτομερής, ικανή να αναπαρασταθεί χάρη σε «κατηγορήματα» που
αποτελούν το αντίκρισμα των φαντασιακών σημασιών οι οποίες δίνουν στην κοινωνία
- και στη συγκεκριμένη κοινωνία - τη
συνοχή της. Η κοινωνία δεν θεωρεί ποτέ «τον εαυτό της» σαν συλλογή από φθαρτά
και αντικαταστάσιμα άτομα που ζουν σε κάποιο έδαφος, μιλούν μια γλώσσα, τηρούν «εξωτερικά»
κάποια «έθιμα». Το αντίθετο: αυτά τα άτομα «ανήκουν» σε αυτή την κοινωνία
επειδή μετέχουν στις κοινωνικές φαντασιακές σημασίες της στις «νόρμες» στις «αξίες»
στους «μύθους» στις «παραστάσεις» στα «προτάγματα» στις «παραδόσεις» κ.λπ και
επειδή θέλουν και αυτά (είτε το ξέρουν είτε όχι) να ανήκουν σε αυτή την κοινωνία
και να την διαιωνίζουν. Όλα αυτά αποτελούν προφανώς τμήμα της θέσμισης της
κοινωνίας γενικά και της θεωρούμενης εκάστοτε κοινωνίας. Τα άτομα είναι οι
μόνοι «πραγματικοί» ή «συγκεκριμένοι» φορείς της, έτσι όπως διαπλάστηκαν,
κατασκευάστηκαν από τους θεσμούς - δηλαδή από άλλα άτομα, που και αυτά ήταν
φορείς των ίδιων θεσμών και των σχετικών τους σημασιών. Πράγμα που σημαίνει ότι
κάθε άτομο οφείλει να είναι φορέας «κατά την χρείαν ικανώς» αυτής της αυτό
παράστασης της κοινωνίας. Πρόκειται για μια ζωτική προϋπόθεση για την ψυχική
ύπαρξη του μεμονωμένου ατόμου. Εκτός απ’ αυτό όμως (και πολύ πιο σημαντικό για
τη σημερινή κατάσταση), αποτελεί ζωτική προϋπόθεση και για την ύπαρξη της ίδιας
της κοινωνίας. Το «είμαι κάτι» του ατόμου Αθηναίος πολίτης, Φλωρεντινός έμπορος
ή οποιοσδήποτε άλλος- που για τον ίδιο καλύπτει την ψυχική Άβυσσο πάνω από την
οποία ζει, δεν μπορεί να εντοπιστεί και κυρίως δεν αποκτά νόημα και περιεχόμενο
παρά μόνον ως αναφορά στις φαντασιακές σημασίες και στη συγκρότηση του κόσμου (φυσικού
και κοινωνικού) που έχει δημιουργήσει η κοινωνία. Η προσπάθεια του ατόμου να
είναι Χ ή να παραμείνει Χ είναι, εξ αυτού τούτου, προσπάθεια να κάνει τη
θέσμιση της κοινωνίας να υπάρχει και να ζει. Μέσ’ από τα άτομα η κοινωνία
πραγματώνεται και ανακλάται κατά συμπληρωματικά μέρη, τα οποία δεν μπορούν να
πραγματωθούν και να ανακλαστούν παρά μόνο πραγματώνοντας την και ανακλώντας
την. Η κρίση των σημερινών Δυτικών κοινωνιών μπορεί, κατ’ εξοχήν, να γίνει
κατανοητή σε σχέση με αυτή τη διάσταση: με την κατάρρευση των παραστάσεων που η
κοινωνία σχηματίζει για τον εαυτό της, με το γεγονός ότι οι κοινωνίες δεν
μπορούν πια να αυτό τεθούν ως «κάτι» (παρά μόνο με εξωτερικό και περιγραφικό
τρόπο)- επιπλέον αυτό, ως το οποίο αυτοτίθενται, θρυμματίζεται, ισοπεδώνεται,
αδειάζει, αυτοαναιρείται. Αυτός είναι απλώς ένας άλλος τρόπος για να πούμε πως
υπάρχει κρίση των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών, πως οι κοινωνικές
φαντασιακές σημασίες δεν παρέχουν πια στα άτομα τις νόρμες, τις αξίες, τις
αναφορές, τα κίνητρα, που θα τους επέτρεπαν να κάνουν την κοινωνία να
λειτουργήσει και συνάμα να κρατηθούν τα ίδια, όσο γίνεται, σε μία βιώσιμη
ισορροπία (στην «τετριμμένη δυστυχία» που ο Φρόυντ αντιπαράθετε στη «νευρωτική
εξαθλίωση»). Διευκρινίζω προκειμένου να αποφύγω τις (αναπόφευκτες) παρεξηγήσεις
ή τις σοφιστείες: δεν λέω πως οι αρχαίες κοινωνίες πρόσφεραν στους ανθρώπους
την «ευτυχία» ή την «αλήθεια» -ούτε ότι οι ψευδαισθήσεις τους αξίζαν
περισσότερο από τις ψευδαισθήσεις ή την απουσία ψευδαισθήσεων, της σημερινής
κοινωνίας. Τοποθετούμαι σε μία μη πραγματολογική σκοπιά, η οποία εξετάζει τις
προϋποθέσεις κατασκευής κοινωνικών ατόμων που θα μπορούν να κάνουν να
λειτουργήσει και να αναπαραχθεί η κοινωνία που τα έκανε να υπάρχουν. Από αυτή
τη σκοπιά, η ισχύς (Gelden) των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών
αποτελεί όρο εκ των ων ουκ άνευ για την ύπαρξη μιας κοινωνίας. Αντίστοιχα, θα
ήταν λάθος να πούμε πως η κρίση των κοινωνικών φαντασιακών σημασιών στον
σύγχρονο κόσμο σημαίνει, πολύ απλά, μια από- αλλοτρίωση, μια αποδέσμευση, ένα «άνοιγμα»
της κοινωνίας προς την ίδια της την αμφισβήτηση. Για να επέλθει ένα τέτοιο «άνοιγμα»,
πρέπει πρώτα πρώτα η κοινωνία να είναι κάτι άλλο από μιαν απλή συλλογή ατόμων
που έχουν εξομοιωθεί και ομοιογενοποιηθεί εξωτερικά. Η κοινωνία δεν μπορεί να
ανοιχτεί θέτοντας τον εαυτό της υπό αμφισβήτηση παρά μόνον εάν, μέσα σε αυτό
και από αυτή την αμφισβήτηση εκδηλώνεται και πάλι ως κοινωνία. Με άλλα λόγια,
μόνο εάν η κοινωνικότητα ως τέτοια (εξάλλου και η ιστορικότητα σαν τέτοια) καταδηλωθεί
και τεθεί θετικά ως κάτι που το γεγονός της ύπαρξης του (το Das - sein) δεν αμφισβητείται, έστω και να αμφισβητούνται τα
κατηγορήματα του (το Was – sein). Και εκείνο που ακριβώς βρίσκεται σήμερα
σε κρίση είναι η κοινωνία ως τέτοια για τον σύγχρονο άνθρωπο. Παρεβρισκόμαστε
παραδόξως, σε μία υπερκοινωνικοποίηση (εξωτερική που αφορά τα γεγονότα) της
ζωής και των δραστηριοτήτων των ανθρώπων και ταυτόχρονα σε μιαν «απόρριψη» της
κοινωνικής ζωής, των άλλων, του αναγκαίου χαρακτήρα της θέσμισης κ.λπ. Η πολεμική
κραυγή του φιλελευθερισμού των αρχών του 19ου αιώνα, «το κράτος είναι το κακό», έχει γίνει σήμερα: «η
κοινωνία είναι το κακό». Δεν μιλώ εδώ για τους συγκεχυμένους ψευδοφιλοσόφους
της εποχής μας (που άλλωστε εκφράζουν σε αυτό το σημείο χωρίς να το ξέρουν ένα
ιστορικό φαινόμενο που τους ξεπερνά κατά πολύ), αλλά για το ολοένα πιο τυπικό «υποκειμενικό
βίωμα» του ανθρώπου της εποχής μας. Πρόκειται για το άκρον άωτον του φαινομένου
που ανέλυσα πριν από είκοσι χρόνια ως ιδιωτικοποίηση στις μοντέρνες κοινωνίες,
και του οποίου ορισμένες πρόσφατες αναλύσεις περιέγραψαν άλλες πλευρές
ονομάζοντας τες «ναρκισσισμό». Ας αφήσουμε αυτή την πλευρά, που μπορεί να δώσει
το έναυσμα για εύκολες διαμάχες, και ας θέσουμε ωμά το εξής ερώτημα : ο
σύγχρονος άνθρωπος θέλει την κοινωνία στην οποία ζει; Θέλει μιαν άλλη; Θέλει
γενικά κάποια κοινωνία; H
απάντηση διαβάζεται στις πράξεις, και στην απουσία πράξεων. Ο σύγχρονος
άνθρωπος συμπεριφέρεται ως εάν η ύπαρξη της κοινωνίας να ήταν μια απαίσια
αγγαρεία που η μοιραία κακοδαιμονία τον
εμποδίζει να αποφύγει. (Το ότι αυτό αποτελεί την πιο γελοιωδώς παιδαριώδη
ψευδαίσθηση προφανώς δεν αλλάζει τίποτα στα γεγονότα). Ο τυπικός σύγχρονος
άνθρωπος αντιδρά σαν να υφίσταται την κοινωνία, στην οποία εξάλλου (με τη μορφή
του Κράτους ή των άλλων) είναι πάντα έτοιμος να αποδώσει όλα τα βάσανα του και
να υποβάλει - ταυτόχρονα - αιτήματα
βοήθειας ή «επίλυσης των προβλημάτων του». Δεν εμφορείται πια από κανένα
πρόταγμα σχετικό με την κοινωνία - ούτε πρόταγμα μετασχηματισμού της, ούτε καν πρόταγμα
για τη διατήρηση/αναπαραγωγή της. Δεν αποδέχεται πια τις κοινωνικές σχέσεις,
μέσα στις οποίες νιώθει παγιδευμένος. Τις αναπαράγει μονάχα στο μέτρο που δεν
μπορεί να κάνει αλλιώς. Οι Αθηναίοι ή οι Ρωμαίοι ήθελαν να είναι (και πολύ ρητά
μάλιστα) Αθηναίοι ή Ρωμαίοι. Οι παλιοί προλετάριοι έπαυαν να είναι μια απλή
πρώτη ύλη προς εκμετάλλευση, από τη
στιγμή που ήθελαν να γίνουν άλλο από αυτό που τους επέβαλε το καθεστώς -και
αυτό το «άλλο» ήταν για αυτούς ένα συλλογικό όραμα. Ποιος θα μπορούσε λοιπόν να
πει τι θέλει να είναι ο άνθρωπος της εποχής μας; ας περάσουμε από τα άτομα στο
σύνολο: η παρούσα κοινωνία δεν θέλει τον εαυτό της ως κοινωνία, απλώς τον
υπομένει. Και δεν θέλει τον εαυτό της, επειδή δεν μπορεί ούτε να διατηρήσει ή
να φτιάξει μια παράσταση του εαυτού της που να μπορεί να την επικροτήσει και να
της δώσει αξία, ούτε να παραγάγει ένα πρόταγμα κοινωνικού μετασχηματισμού στο
οποίο να μπορεί να προχωρήσει και για το οποίο να θέλει να παλέψει.
Ανάλογη κατάρρευση υφίσταται και η άλλη διάσταση της αυτοπαράστασης της κοινωνίας: η ιστορικότητα, ο τρόπος με τον οποίο η κοινωνία αναφέρεται στη χρονικότητα της, η σχέση της με το παρελθόν και το μέλλον της. Ως προς το παρελθόν θα αρκεστώ εδώ να υπογραμμίσω τον παράδοξο τρόπο με τον οποίο η σύγχρονη κοινωνία βιώνει τη σχέση της με την «παράδοση» και τείνει με τον τρόπο αυτό, στην πραγματικότητα, να την κατάργησει. Πρόκειται για τη συνύπαρξη μιας υπερπληροφόρησης και μιας ουσιαστικής άγνοιας και αδιαφορίας. Η συλλογή των πληροφοριών και των αντικειμένων (που ποτέ ως τώρα δεν είχε λάβει τέτοιες διαστάσεις) συμβαδίζει με την εξουδετέρωση του παρελθόντος: αντικείμενο γνώσης για ορισμένους, τουριστικής περιέργειας ή χόμπι για άλλους, το παρελθόν δεν είναι πηγή και ρίζα για κανέναν. Θαρρείς και είναι αδύνατο να σταθεί κανείς ορθός μπροστά στο παρελθόν, θαρρείς και δεν είναι δυνατόν να βγει από το παράλογο δίλημμα: δουλική μίμηση ή άρνηση για την άρνηση παρά μόνο με την αδιαφορία. Η εποχή, ούτε «παραδοσιοκρατική», ούτε δημιουργική και επαναστατική (παρά τα σχετικά παραμύθια που η ίδια διαδίδει), βιώνει τη σχέση της με το παρελθόν μ’ έναν τρόπο που, οπωσδήποτε, αποτελεί ιστορική καινοτομία: τον τρόπο της πιο ριζικής εξωτερικότητας. Για πολύ καιρό μπόρεσε η ίδια να πιστεύει και υπήρξαν πολλοί που το πίστεψαν - πως αυτή η παράξενη κατάργηση της σχέσης με το παρελθόν οφειλόταν σε μια νέα και έντονη σχέση που είχε εγκαθιδρύσει αναφορικά με το μέλλον της κοινωνίας. Ο Μάρξ, ως ραψωδός της αστικής εποχής, από τη μία, και η πραγματικότητα (μια ορισμένη πραγματικότητα) της αμερικανικής κοινωνίας, από την άλλη, συναντιόνταν εδώ. Η έντονη ενασχόληση με το μέλλον, η επικέντρωση στα προτάγματα μετασχηματισμού, οι αλλοιώσεις που παρήγε το μοντέρνο πνεύμα, σήμαιναν (και δικαιολογούσαν) μία ριζική ρήξη με το παρελθόν. History is bunk ( η ιστορία είναι αρλούμπα) έλεγε ο Χένρυ Φορντ - το Μοντέλο T προφανώς, δεν ήταν. Αυτό ίσχυε για ένα διάστημα (και μένει να διερευνηθεί, πράγμα που δεν μπορώ να κάνω εδώ). Δεν ισχύει πια. Για την ουσιαστική κουλτούρα, η εποχή της μεγάλης μοντέρνας δημιουργικότητας έφτασε στο τέρμα της γύρω στο 1930.
Πώς λοιπόν είχε δει το μέλλον αυτή η κοινωνία; Άλλες κοινωνίες πριν από
αυτήν είχαν δει το δικό τους μέλλον ως ατέρμονα επανάληψη ή ως αναμονή της
πραγμάτωσης μιας μυθικής Επαγγελίας. Αυτή το έζησε μέσα από την ιδεολογία της «προόδου»
-που είτε θα ήταν συνεχής και βαθμιαία (φιλελευθερισμός) είτε θα οδηγούσε μ’
ένα απότομο άλμα, σ’ έναν ποιοτικό μετασχηματισμό (μαρξισμός/αναρχισμός). Στην
πραγματικότητα, και δύο παραλλαγές (κοινός τόπος και «επαναστατικός»
προοδευτισμός) εγγράφονταν στην ίδια σφαιρική ερμηνεία της Ιστορίας. Σύμφωνα με
αυτή, η «πρόοδος» ήταν «μοιραία» (αυτή ήταν επίσης η ρητή θέση του Μαρξ και η
υπόρρητη απαίτηση, ώστε να έχει νόημα το σύνολο του έργου του). Βαθύτερα,
έπρεπε επίσης η Ιστορία να «έχει νόημα» (από αυτή την άποψη, ο ρόλος της ιουδαιοχριστιανικής
κληρονομιάς υπήρξε αποφασιστικός, η θέση της, όμως, είναι επίσης ομοούσια με
την κυρίαρχη ελληνοδυτική φιλοσοφική θέση, σύμφωνα με την οποία στο κέντρο
βρίσκεται ο λόγος, που έγινε Λόγος [Raison] και μάλιστα Θείος
Λόγος). Λίγο ενδιαφέρει αν αυτό το «νόημα» μεταφράστηκε ως «πρόοδος» (και όχι
πια ως «δοκιμασία» για παράδειγμα) και τελικά μετατράπηκε σε άφθονα κουδουνιστά
αργύρια, σε συσσώρευση των παραγωγικών δυνάμεων και «άνοδο του βιοτικού
επιπέδου». Η παράσταση αυτή (που, ως γνωστόν, είχε επικριθεί ήδη από τον 19ο
αιώνα) κλονίστηκε συνθέμελα από τον
Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, και στη συνέχεια από τον φασισμό, τον ναζισμό και τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο εξοβελισμός του ναζισμού, η φάση μεγέθυνσης της
καπιταλιστικής οικονομίας και η αποαποικιοποίηση της χάρισαν ένα τέταρτο του
αιώνα πρόσθετη ζωή. Διέθετε δε κι ένα άλλο στήριγμα: επέτρεπε στους Δυτικούς να
παραμένουν τυφλοί μπροστά στο γεγονός ότι η «κατατρόπωση του ναζισμού» είχε
συνοδευτεί από τη σταθεροποίηση και τη σημαντική εξάπλωση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.
Ο μοιραίος χαρακτήρας της προόδου επέτρεπε ν’ αντιμετωπίζεται ο κομμουνισμός -
ή τα αντιπαθέστερα γνωρισματά του - ως «παροδικό» φαινόμενο, και να προσδοκάται
η αναπόδραστη «φιλελευθεροποίηση» του καθεστώτος, που τα δυτικά κράτη ήταν και
παραμένουν έτοιμα να χρηματοδοτήσουν.
Το οριστικό ξύπνημα άργησε -αλλά ήταν απότομο. Οι πρόσφατα χειραφετημένες
αποικίες, δεν σαγηνεύονταν από τα θέλγητρα του κοινοβουλευτισμού. Ο homo oeconomicus αργούσε να κάνει την εμφάνιση του, κι όταν εμφανιζόταν, όπως σε πολλές
χώρες της Λατινικής Αμερικής, καταδίκαζε τη μεγάλη πλειονότητα των αδερφών του
στη φρικτότερη εξαθλίωση, υπό την προστασία στρατιωτικών και βασανιστών
εκπαιδευμένων επί τούτου από τη «μεγαλύτερη δημοκρατία του κόσμου». Η κρίση του
περιβάλλοντος και η προοπτική της «μηδενικής μεγένθυσης» ήρθαν να υπονομεύσουν εκ
των έξω την παράσταση του μέλλοντος ως μιας επ’ αόριστον εκθετικής μεγέθυνσης –ώσπου
το σοκ του πετρελαίου και ο πληθωρισμός, που ανθίστατο σε όλα τα φάρμακα, την
υπονόμευσαν εκ των έσω. Ο δυτικός άνθρωπος που για πολύ καιρό κοίταζε τους αγρίους σαν
εθνογραφικά αξιοπερίεργα, και τις προγενέστερες φάσεις της ιστορίας σαν στάδια της
πορείας προς την παρούσα ευδαιμονία αγνοούσε ότι εξακόσια εκατομμύρια Ινδοί,
χωρίς να τους αναγκάζει κανείς, συνεχίζουν να ζουν σε ένα άκαμπτο καθεστώς
κάστας (ασκώντας ταυτόχρονα τον «κοινοβουλευτισμό» και κατασκευάζοντας πυρηνική
βόμβα). Τα κατορθώματα του Ιντί Αμίν και του Μποκάσα στην Αφρική, η ισλαμική
έκρηξη στο Ιράν, οι περιπέτειες του κινεζικού καθεστώτος, οι σφαγές της Καμπότζης
και οι boat-people του Βιετνάμ κατάφεραν πάντως τελικά να
κλονίσουν τη βεβαιότητα του ότι αντιπροσώπευε την πραγμάτωση της εγγενούς
ολοκλήρωσης του συνόλου της ανθρωπότητας. Αν είχε καταλάβει κάτι απ’ όσα συμβαίνουν
στη Ρωσία και στις χώρες που έχει υποδουλώσει, από την εισβολή στο Αφγανιστάν
από την εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας στη «σοσιαλιστική» και «λαϊκή»
Πολωνία, θα έπρεπε να έχει αντιληφθεί ότι η κοινωνία στην οποία ζει αποτελεί μια
εξαιρετικά απίθανη εξαίρεση στην ιστορία της ανθρωπότητας, αλλά και στη
σημερινή της γεωγραφία. Αυτή η νέα αμφισβήτηση του φαινομενικού «οικουμενισμού»
του δυτικού πολιτισμού δεν μπορούσε να μην ασκήσει μία επίδραση εξ επιστροφής
στην αυτοπαράσταση αυτού του πολιτισμού και στην εικόνα που σχημάτιζε για το
μέλλον του. Η φύση αυτής της επίδρασης δεν ήταν καθορισμένη εκ των προτέρων. Ο
δυτικός πολιτισμός θα μπορούσε να βρει στην αμφισβήτηση αυτή τα κίνητρα για να
υποστηρίξει πιο σταθερά τις αξίες, από τις οποίες διατείνεται ακόμα ότι
εμφορείται. Αντί γι’ αυτό, φαίνεται πώς χάνει, μέσα απ’ αυτή την κρίση, την αυτοεπιβεβαίωση
που γύρευε στον εξωτερικό του χώρο. Όλα συμβαίνουν θαρρείς και η ανακάλυψη από
τις δυτικές κοινωνίες της ιστορικής τους ιδιαιτερότητας ολοκληρώνει, εξαιτίας
ενός περίεργου φαινομένου αρνητικής αντήχησης, κλονίζει συθέμελα ό,τι μπόρεσαν
και θέλησαν αυτές οι κοινωνίες να είναι, και, ακόμη περισσότερο, τη θέληση τους
να ξέρουν τι θέλουν να γίνουν στο μέλλον.
Κορνήλιος Καστοριάδης
Η Άνοδος της Ασημαντότητας
(Η κατάρρευση των παραστάσεων που η κοινωνία σχηματίζει για τον εαυτό της)
Εκδ. Ύψιλον
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου